ριξιμιός — ιά, ό, Ν 1. ριγμένος, πεταμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ριξιμιό το βρέφος που τό έχουν ρίξει, το έκθετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ τού αορ. έ ριξ α τού ρίχνω + κατάλ. ιμιός (πρβλ. βαφτισ ιμιός, ριζ ιμιός)] … Dictionary of Greek
κρυψιμιό — το (Μ κρυψιμιό) νεοελλ. 1. το κρυμμένο πράγμα 2. η διάθεση τοποθέτησης τών αντικειμένων σε κρυφό μέρος ή η μη φανέρωση ορισμένων πραγμάτων μσν. κρυμμένος θησαυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + ιμιό, ουδέτερο τού… … Dictionary of Greek
ξαργισιμιός — ά, ό κατασκευασμένος για την περίσταση, κατάλληλος, ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ξάργου ή ξαργιτού, κατά τα επίθ. σε (σ)ιμιός (πρβλ. βαφτισιμιός)] … Dictionary of Greek
στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… … Dictionary of Greek